- αναδευτήρας
- οτο όργανο με το οποίο γίνεται η ανακίνηση, το ανακάτεμα υγρού ή μίγματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναδευτήρας — ο εργαλείο με το οποίο γίνεται το ανάδεμα, το ανακάτεμα (ιδιαίτερα στη μεταλλουργία) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναδεύω — (Α ἀναδεύω) αναμιγνύω, ανακατεύω, αναταράσσω νεοελλ. 1. ζυμώνω πολύ, ανακατεύω κάτι (πηλό, ζύμη κ.λπ.) 2. κινώ, ανασκαλεύω 3. (αμτβ.) κινούμαι στον ίδιο τόπο, συσπειρώνομαι, ανασαλεύω (π. χ. το παιδί στην κοιλιά τής μάνας) αρχ. υγραίνω, βρέχω,… … Dictionary of Greek
Ένγκλερ, Καρλ Όσβαλντ — (Carl Oswald Engler, Βάισβαϊλ 1842 – Καρλσρούη 1925). Γερμανός χημικός. Το 1876 διορίστηκε καθηγητής στο πολυτεχνείο της Καρλσρούης. Ταξίδεψε πολλές φορές στα Καρπάθια, στο Μπακού, στις ακτές της Ερυθράς θάλασσας, στην Αίγυπτο, στην Παλαιστίνη… … Dictionary of Greek
ηλεκτρολυτικό κύτταρο — Ειδικό δοχείο που περιέχει ένα διάλυμα το οποίο υποβάλλεται σε ηλεκτρόλυση. Στα εργαστηριακά πειράματα το η.κ. είναι ένα απλό γυάλινο ποτήρι, ενώ στις βιομηχανικές εγκαταστάσεις είναι μεγάλες δεξαμενές από γυαλί, μέταλλο ή από άλλα υλικά. Για… … Dictionary of Greek